- παραθαρρεύω
- (αόρ. παραθάρρεψα) αμετ.1) слишком верить, доверять; παραθάρρεψα ότι... я был совершенно уверен, что...; 2) фамильярничать; позволять себе больше дозволенного
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραθαρρεύω — 1. έχω πεποίθηση ή εμπιστοσύνη περισσότερη από το κανονικό («παραθαρρεύει πως θα πετύχει») 2. εξοικειώνομαι περισσότερο από όσο πρέπει με κάποιον, παραπαίρνω θάρρος … Dictionary of Greek
παραθαρρεύω — παραθάρρεψα 1. παίρνω πολύ θάρρος, εξοικειώνομαι πέρα από κάθε ανεκτό όριο: Παραθάρρεψες με τους μεγάλους. 2. παραέχω εμπιστοσύνη, παραπιστεύω: Παραθάρρεψες πως θα μείνει ως το τέλος πιστός στη φιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)